Η Παναχαΐκή Συμμαχία δημοσίευσε επιστολή που έλαβε από έναν φίλο της ομάδας, που τη παρακολουθεί εδώ και 50 χρόνια.
Αναλυτικά η επιστολή:
Στην Παναχαϊκή Συμμαχία και στον Κώστα Κατσουράνη.
Είμαι από αυτούς που παρακολουθούν την Παναχαϊκή από τα τέλη τη δεκαετίας του 1960.
Έζησα όλη την ανοδική της πορεία μέχρι και την έξοδό της στην Ευρώπη, στην συνέχεια την αργή αλλά σταθερή κάμψη, την μετριότητα για πολλά χρόνια, αλλά και την πλήρη ανυποληψία τα τελευταία χρόνια.
Ξαναγύρισα, όπως και πολλοί άλλοι, στο γήπεδο, μετά από μια πενταετία περίπου αποχής (πάντα, όμως, παρακολουθώντας την), ελπίζοντας, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει.
Πράγματι, εδώ και δέκα μήνες περίπου, ξεκίνησε μια δύσκολη και σοβαρή προσπάθεια για την αναγέννηση της ομάδας από τις στάχτες της.
Για πρώτη φορά, εδώ και πολλά χρόνια, είδαμε αρκετά θετικά πράγματα και υγεία. Όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά και σε άλλους τομείς (διοικητικό, οργανωτικό, κοινωνικό, επικοινωνιακό κ.λπ.).
Αρχίζουμε, σιγά – σιγά, να μιλάμε για ποδοσφαιρικό πολιτισμό.
Όλοι, όσοι ασχολούνται με την ομάδα και γενικά το ποδόσφαιρο, τόσο στην περιοχή, όσο και στην υπόλοιπη χώρα (δημοσιογράφοι, μέσα ενημέρωσης, οπαδοί, φίλαθλοι, ποδοσφαιριστές, προπονητές, παράγοντες κ.λπ.) το αποδέχονται αναμφισβήτητα.
Την αρχική (απόλυτα δικαιολογημένη) σοβαρή επιφύλαξη διαδέχθηκε η αναγνώριση και η αποδοχή της προσπάθειας, αλλά και η βάσιμη ελπίδα ότι η ομάδα μπορεί να επιστρέψει στην θέση που της αξίζει.
Πολλά συγχαρητήρια, για όλη αυτή την σοβαρή, ώριμη, υπεύθυνη και δημιουργική προσπάθεια και τα μέχρι σήμερα αποτελέσματά της.
Η συνέχεια δεν προβλέπεται εύκολη. Το αντίθετο μάλιστα.
Ιδίως, αν λάβει κανείς υπόψη του την πολύ άσχημη εικόνα του ποδοσφαίρου σήμερα στην Ελλάδα. Μια εικόνα πλήρους απαξίωσης, η οποία έχει κουράσει πάρα πολύ και διώχνει τον κόσμο από τα γήπεδα, χωρίς, δυστυχώς, να φαίνεται ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο.
Ούτε καν φαίνεται, ότι οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι ανησυχούν σοβαρά για όλα αυτά – δεν μας πείθουν γι’ αυτό.
Αντίθετα, για αυτό που έχουμε πεισθεί, είναι ότι έχουμε τέσσερις μεγάλες ομάδες, που όλοι δουλεύουν γι’ αυτές, τα αφεντικά τους και το περιβάλλον τους, με τις υπόλοιπες σε ρόλο κομπάρσου (όλα αυτά σε μια κακοφτιαγμένη θεατρική παράσταση – στην οποία τείνουν να εκλείψουν οι θεατές).
Παρόλα αυτά και παρά τις πολύ μεγάλες δυσκολίες που περνάει (και, δυστυχώς, θα συνεχίσει να περνάει) η ελληνική κοινωνία, ο αθλητισμός (και το ποδόσφαιρο) δεν μπορεί να εκλείψει. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την κοινωνία, ακόμη και στις πιο δύσκολες περιόδους.
Ελπίζουμε, ότι η πιο πάνω προσπάθεια για την αναγέννηση της ομάδας θα συνεχισθεί.
Εμείς, οι οπαδοί της ομάδας δεν πρέπει να βιαζόμαστε.
Οι μεγάλες ομάδες δεν έγιναν μέσα σε έξι μήνες ή ένα χρόνο.
Άλλωστε και η μεγάλη Παναχαϊκή των αρχών της δεκαετίας του 1970 χρειάσθηκε πέντε – έξι περίπου χρόνια πολύ σοβαρής και επίπονης δουλειάς για να φθάσει στο επίπεδο που έφθασε.
Στηρίχθηκε στην αξεπέραστη σε ταλέντο και πολύ γνωστή σε όλους, πολύ σπουδαία φουρνιά πατρινών ποδοσφαιριστών που σφράγισε το πατραϊκό ποδόσφαιρο και έτυχε πανελλήνιας αναγνώρισης, είχε την δυνατότητα να προωθεί από την εφηβική ομάδα στην πρώτη ομάδα πολύ καλούς πατρινούς ποδοσφαιριστές (αν δεν υπήρχε η σχολή Βουλγαράκη, η πτώση – μετά την έξοδο στην Ευρώπη – θα ήταν πιο άμεση και πιο μεγάλη), είχε σοβαρή διοίκηση (πατρινοί όλοι, απόλυτα αποδεκτοί από την πατραϊκή κοινωνία) με στόχους και όραμα, συνεργάσθηκε με μεγάλους (και ακριβούς) προπονητές (Νταν Γεωργιάδη, Λ. Σπάϊτς, Μακ Γκίνες κ.λπ.) που πραγματικά, αξιοποίησαν το μεγάλο ταλέντο της ομάδας, βελτίωσε σε μεγάλο βαθμό (για τα δεδομένα της εποχής) το γήπεδο της Αγυιάς (το 1969 υπήρχε μόνο η μισή νότια κερκίδα, χωρητικότητας 2.500 – 3.000 περίπου θέσεων και πέραν αυτής μόνο θέσεις ορθίων γύρω – γύρω), έκανε λίγες αλλά πολύ ουσιαστικές – έως και αρκετά ακριβές κάποιες από αυτές – μετεγγραφές (Μανώλης Παππάς, Αντώνης Τζανετουλάκος, Μίμης Σπεντζόπουλος κ.λπ. – τότε τα ταλέντα της Δυτικής Ελλάδας αλλά και πολλοί καλοί παίκτες παρακαλούσαν να έλθουν στην ομάδα), όλα δε αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα ο πήχης, να το αντιλαμβάνεται αυτό ο κόσμος και να συμμετέχει, γεμίζοντας το γήπεδο της Αγυιάς (την περίοδο 1971-1972, όταν η ομάδα επανήλθε στην Α΄ Εθνική, είχε μέσο όρο εισιτηρίων 9.000 περίπου ανά παιγνίδι, επομένως μέσο όρο 11.000 φιλάθλους περίπου ανά παιγνίδι – τότε, που η Πάτρα είχε πληθυσμό λίγο παραπάνω από τις 100.000 κατοίκους και το εισιτήριο δεν εθεωρείτο φθηνό).
Για το μέλλον: Η Παναχαϊκή έχει όλα τα εχέγγυα, ώστε να ξαναγίνει μεγάλη.
Ιστορία, περγαμηνές, δικό της γήπεδο, σοβαρή – και ενωμένη – πατρινή διοίκηση με ικανά στελέχη, τον καλύτερο τεχνικό διευθυντή που θα μπορούσε να έχει στην παρούσα φάση, πολλούς οπαδούς διψασμένους να ξαναδούν μεγάλη την Παναχαϊκή, εκπροσωπεί μεγάλη πληθυσμιακά περιοχή που μπορεί να την τροφοδοτήσει με πολλούς νέους οπαδούς αλλά και πολλά ταλέντα.
Επίσης, με σοβαρή και υπεύθυνη δουλειά, έχει την δυνατότητα να προσελκύσει αξιόλογους επενδυτές και χορηγούς. Μπορεί να εξελιχθεί σε ένα μεγάλο ποδοσφαιρικό οργανισμό, σημαία της ποδοσφαιρικής Δυτικής Ελλάδας και όχι μόνο, διατηρώντας σταθερά το τοπικό στοιχείο.
Αρκεί να έχουμε υπομονή.
Πρέπει να μπουν γερές βάσεις με σταθερότητα και ενότητα στην διοίκηση, σωστή συνεργασία με χορηγούς και οικονομικούς παράγοντες αλλά και τους φορείς της πόλης, σωστή συνεργασία με την ερασιτεχνική – δεδομένο ότι υπάρχουν και άλλα τμήματα που χρειάζονται μεγάλη προσοχή και βοήθεια – σωστή συνεργασία με τους οργανωμένους που αποδεδειγμένα στήριξαν την ομάδα στα δύσκολα και κράτησαν ψηλά την σημαία, δημιουργία προπονητικού κέντρου, σωστή λειτουργία ακαδημιών και ομάδων νέων (με απαιτήσεις, όμως, για αποτελεσματική δουλειά), αισθητή βελτίωση των εγκαταστάσεων του γηπέδου της Αγυιάς, ώστε ο κόσμος να έρχεται ευχάριστα αλλά και να μπορεί να υπάρξουν έσοδα και από άλλες εκδηλώσεις και δραστηριότητες, πραγματική συνεργασία με τις ομάδες της περιοχής, προσέλκυση και αξιοποίηση των ταλέντων της περιοχής, προσπάθεια ένταξης στην ομάδα των καλών ποδοσφαιριστών που προέρχονται από την περιοχή και παίζουν σε άλλες ομάδες αλλά και κάποιων που έπαιζαν παλαιότερα στην ομάδα, αγαπήθηκαν και μπορούν να βοηθήσουν και πάλι, επικοινωνία με το φίλαθλο κοινό, προσέγγιση της κοινωνίας και ιδίως των μικρών ηλικιών, κοινωνική προσφορά κατά το δυνατόν κ.λπ.).
Δεν νομίζω, ότι για την επόμενη χρονιά ο πρώτος στόχος θα πρέπει να είναι το πρωτάθλημα.
Ούτε, βεβαίως, να ανέβουμε στο άρμα κάποιας μεγάλη ομάδας.
Ομάδες σαν την Παναχαϊκή, την Λάρισα και τον ΟΦΗ, δεν μπορεί να είναι επιβάτες τέτοιων αρμάτων. Αν έλθει ο πρωταθλητισμός, καλώς να έλθει, αλλά τα άλλα, πιστεύω, ότι είναι πολύ πιο σημαντικά.
Δεν χρειάζεται βιασύνη, πίεση και άγχος.
Άλλωστε, δεν υπάρχει κανείς απολύτως λόγος να θέλουμε να βιασθούμε να πρωταγωνιστήσουμε σε ένα χώρο, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί σήμερα.
Το πρώτο και πιο σημαντικό είναι να μπουν οι πιο πάνω γερές βάσεις και να πιστέψουμε, ότι μπορούμε να ξεχωρίσουμε και ότι, με οργάνωση, προσπάθεια, σοβαρότητα και υγεία, μπορούμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, το οποίο θα συνδέεται γερά με την πόλη, δεν θα κινδυνεύει να χάσει την επαφή του μ’ αυτήν και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε η ομάδα να πάρει και πάλι την θέση που της αξίζει.
Όλοι αντιλαμβανόμαστε, ότι όλα αυτά δεν είναι εύκολα, αλλά, με τον σωστό τρόπο, προσπάθεια, υπομονή, υγεία, καθαρό μυαλό και, βεβαίως, χωρίς ποτέ να φεύγουν από την μνήμη μας όλα αυτά (τα απαξιωτικά έως και εφιαλτικά πολλές φορές) που πέρασε η ομάδα και ο κόσμος της τα τελευταία χρόνια, πολλά μπορούν να γίνουν.
Για πρώτη φορά, μετά από πάρα πολλά χρόνια πολύ μεγάλης ταλαιπωρίας και απαξίωσης, η κατάσταση φαίνεται, ότι μπορεί να αποτοξινωθεί εντελώς και να αντιστραφεί (πολύ σημαντικό, βέβαια, θέμα γι’ αυτό είναι και η τακτοποίηση των χρεών, όπως όλοι ελπίζουμε και αναμένουμε).
Υπάρχει, πλέον, η ευκαιρία για την αναγέννηση της Παναχαϊκής, με δικούς της ανθρώπους, δικά της μέσα και δική της ταυτότητα.
Φυσικά, όλοι πρέπει να βοηθήσουν σ’ αυτό, για να δούμε κάποια στιγμή και πάλι κάτι ανάλογο με την μεγάλη Παναχαϊκή των αρχών της δεκαετίας του 1970.
Από όλα αυτά, μόνο όφελος και μάλιστα πολύ σημαντικό θα υπάρξει για την Πάτρα και τον κόσμο της και κυρίως για την νεολαία της.
Δεν θα είναι εύκολο να υπάρξουν τέτοιες ευκαιρίες στο μέλλον.
Ελπίζω, ότι η συνέχεια δεν θα μας απογοητεύσει.
Ευχαριστώ για την φιλοξενία
Κώστας Ι. Σταμπολίτης
Δικηγόρος